αγκιστρευτικός

αγκιστρευτικός
ἀγκιστρευτικός -ή, -όν (Α) [ἀγκιστρεύω]
1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι' αυτό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκιστρευτικόν η ἀγκιστρεία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγκιστρευτικόν — ἀγκιστρευτικός of masc acc sg ἀγκιστρευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκιστρευτικοῦ — ἀγκιστρευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκιστρευτική — ἀγκιστρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκιστρεύω — ἀγκιστρεύω (Α) 1. ψαρεύω με αγκίστρι 2. δελεάζω, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”